ακρέμαστος

ακρέμαστος
η , ο [ος , ον ] неповёшенный, неподвешенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ακρέμαστος" в других словарях:

  • ακρέμαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κρεμάστηκε, δεν αναρτήθηκε: Τα κάδρα είναι ακόμη ακρέμαστα. 2. αυτός που δεν απαγχονίστηκε: Όλο έλεγαν πως θα κρεμαστεί κι όλο ακρέμαστος έμενε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρέμαστος — (I) η, ο [κρεμαστός] 1. αυτός που δεν κρεμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να κρεμαστεί από κάπου 2. αυτός που δεν θανατώθηκε με απαγχονισμό. (II) η, ο [κρέμαση] (για ακροκέραμα στέγης κ.λπ.) εκείνος που δεν έχει κρέμαση* για να φεύγουν τα νερά, που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»